Πρόσωπο και Σταυρός

Πρόσωπο και Σταυρός

PROSOPO KAI STAYROSΣυζητήσεις μέ τόν π. Δημήτριο Στανιλοάε, ἕναν ἀπό τούς μεγαλύτερους θεολόγους τοῦ 20οῦ αἰώνα.

Kαταβυθίσεις στό μυστήριο τῆς Ἀλήθειας, τῆς Ζωῆς, τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου.

Τό βιβλίο αὐτό ἀποτελεῖ προϊόν ζύμωσης. Τριάντα τρία χρόνια πρίν, ἕνας νεαρός Γάλλος πέρασε τό καλοκαίρι του στό μοναστήρι τῆς Τσέρνικα (ἔξω ἀπό τό Βουκουρέστι).

Ἐκεῖ συναντοῦσε καθημερινά τόν π. Δημήτριο Στανιλοάε – ἐμβληματική μορφή τῆς εὐρωπαϊκῆς θεολογικῆς σκέψης.

Οἱ δύο ἄνδρες –ὁ πρῶτος στήν πρώιμη ἀκμή του, ὁ δεύτερος στή δύση του ἀλλά καί στή μεγαλύτερη ὡριμότητά του– εἶχαν τίς προϋποθέσεις γιά μιά γόνιμη θεολογική ζύμωση.

Ὁ νεαρός Γάλλος, ὀνόματι Μάρκ-Ἀντουάν Κόστα Ντε Μποργκάρ, εἶχε σπουδάσει βυζαντινή ἱστορία κι ἦταν καθηγητής σέ Λύκειο.

Ὀρθόδοξος ἀπό τό 1972, ἱερέας τῆς Ὀρθόδοξης ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό 1977, ἀναζητοῦσε ὄχι μόνο ἐμβάθυνση στίς θεολογικές του σπουδές, ἀλλά καί περαιτέρω διερεύνηση τῶν ἀνεπιτήδευτων ὑπαρξιακῶν του ἀναζητήσεων.

Ὁ δεύτερος, συνταξιοῦχος ἀπό τό 1973, κουβαλοῦσε μιά ζωή ἐπαγγελματικῶν κλυδωνισμῶν, φυλακίσων, προσωπικῶν ἀπωλειῶν, ἀλλά συνάμα καί μιά μακρόχρονη καί βαρύτιμη ἐμπειρία στή θεολογική σπουδή καί διδασκαλία. Ἄνθρωπος βαθιᾶς πίστης, δάσκαλος σπάνιας εὐρύτητας καί καλλιέργειας, θεολόγος λεπτῶν πνευματικῶν συλλήψεων.

Τό καλοκαίρι ἐκεῖνο ἔμελλε νά γίνει ἡ ἀφετηρία μιᾶς μακρᾶς μαθητείας τοῦ νεαροῦ Γάλλου στόν πολιό Ρουμάνο θεολόγο καί ἱερέα˙ μιά μαθητεία πού διήρκησε κοντά δέκα χρόνια καί ἐξέβαλε στό δεύτερο διδακτορικό τοῦ Μάρκ-Ἀντουάν Κόστα Ντε Μποργκάρ στή δογματική θεολογία.

Ἐκεῖνες οἱ πρῶτες συζητήσεις διανθίστηκαν μέ ποικίλλα ἀνέκδοτα γραπτά τοῦ μεγάλου θεολόγου, πού ὁ π. Δημήτριος ἔδινε στόν νεαρό κληρικό.

Ὁ δεύτερος τά διάβαζε καί προσπαθοῦσε νά τά ἀφομοιώσει συζητώντας τα μέ τόν συντάκτη τους.

Μέσα ἀπό αὐτή τή ζύμωση προέκυψε τό βιβλίο αυτό. Περιέχει κατά βάση λόγια καί σκέψεις τοῦ π. Δημητρίου Στανιλοάε.

Λόγια καί σκέψεις ἀπό τά ἀνέκδοτα γραπτά του καί τίς προφορικές συζητήσεις του μέ τόν Μάρκ-Ἀντουάν Κόστα Ντε Μποργκάρ. Τήν καταγραφή τήν ἀνέλαβε ὁ νεαρός μαθητής, ὁ ὁποῖος καί παρενέβαλε τίς δικές του σκέψεις, σάν ἁρμολόγημα τοῦ θεολογικοῦ ψηφιδωτοῦ τῆς σκέψης τοῦ δασκάλου του.

Τό τελικό ἀποτέλεσμα ἔτυχε τῆς ἔγκρισης τοῦ π. Δ. Στανιλοάε κι ἀπό τότε ἀποτελεῖ σημαντική συμβολή στή γνωριμία τῶν ὀρθοδόξων μέ ἕναν ἀπό τούς μεγαλύτερους θεολόγους τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας τοῦ 20οῦ αἰώνα.

…………………………………………………………………………………

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Ὁ π. Μάρκος-Ἀντώνιος Κόστα Ντέ Μποργκάρ κατάγεται ἀπό γαλλική ἀριστοκρατική οἰκογένεια μέ ἰταλικές ρίζες.

Γεννήθηκε τό 1947 ἀπό ρωμαιοκαθολικούς γονεῖς, ἀλλά τό 1972, μέσα ἀπό ἕνα ταξίδι του στή Ρουμανία, γνώρισε τήν Ὀρθοδοξία, στήν ὁποία καί μεταστράφηκε μαζί μέ τή σύζυγό του ἕνα χρόνο μετά. Τό 1977 ἔγινε ὀρθόδοξος ἱερέας τῆς Ρουμανικῆς Ἐκκλησίας.

Ἔχει κάνει κλασικές σπουδές καί εἶναι κάτοχος διδακτορικοῦ διπλώματος στή βυζαντινή ἱστορία (1983). Ξεκίνησε ἐπίσης διδακτορικές σπουδές στή δογματική θεολογία, πλάι στόν π. Δημήτριο Στανιλοάε, στόν ὁποῖο καί μαθήτευσε ἐπί δεκαετία (1980-1990). Τό διδακτορικό δίπλωμα τοῦ ἀπονεμήθηκε τελικά ἀπό τή θεολογική σχολή τοῦ Ἁγίου Σεργίου τό 2010.

Ὑπηρέτησε στή μέση ἐκπαίδευση τῆς Γαλλίας μέχρι τό 2007.

Σήμερα εἶναι ἐφημέριος τῆς ὀρθόδοξης ἐνορίας τοῦ Saint-Germain-et-saint-Cloud (Louveciennes) τῆς Ὀρθόδοξης Ρουμανικῆς Μητρόπολης στή Γαλλία, καθώς καί ὑπεύθυνος τῆς διεύθυνσης Πατρολογικῶν Σπουδῶν «Ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητής», τοῦ Ὀρθόδοξου Κέντρου Σπουδῶν καί Ἔρευνας «π. Δημήτριος Στανιλοάε».

…………………………………………………………………………………

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Χωρίς τή χριστιανική πίστη, ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ὁλοκληρωθεῖ ὡς ἄνθρωπος, δέν μπορεῖ νά λύσει τά κοινωνικά προβλήματα τῆς σημερινῆς ἐποχῆς. Τά προβλήματα αὐτά δέν λύνονται ἐπιβάλλοντας νόμους. Πρέπει νά πεισθοῦμε ὅτι, γιά νά φθάσουμε σέ μιά ὁλοκληρωμένη ἀνθρωπότητα, χρειαζόμαστε ἀδελφοσύνη καί ἰσότητα. Νά εἴμαστε ἀδελφοί μεταξύ μας… καί ἔτσι νά βαδίσουμε πρός τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ πού εἶναι Βασιλεία ἀγάπης καί πληρότητα ζωῆς, τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος νοσταλγεῖ καί χωρίς τήν προοπτική τῆς ὁποίας ἡ ζωή δέν ἔχει κανένα νόημα, κανένα ἐνδιαφέρον.

Ὅπου καί νά βρίσκεται κανείς, στή Δύση ἤ στήν Ἀνατολή, δεξιά ἤ ἀριστερά, τό πνεῦμα τοῦ «κόσμου», ὁ «ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου» εἶναι ὁ ἴδιος καί μαίνεται ἐνάντια σέ κάθε ζωντανή ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ἐνάντια σέ κάθε μυστική προσπάθεια. Ὁ «κόσμος» δέν ἐνοχλεῖται ἀπό τά θρησκευτικά τοῦ σχολείου ἤ ἀπό τόν Χριστιανισμό τῆς Κυριακῆς. Τό οὐσιαστικά ἀνατρεπτικό εἶναι ἡ μυστική χριστιανική ἐμπειρία.

Κάθε περίσταση εἶναι μιά πρόσκληση τοῦ Θεοῦ πού μᾶς καλεῖ νά πάρουμε θέση. Κάθε ἄνθρωπος πού συναντοῦμε εἶναι ἕνας λόγος τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄλλοι ἔχουν φωνή, εἶναι εἰκόνες τοῦ ἴδιου τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, πλασμένοι κατ’ εἰκόνα τοῦ Ὑποστατικοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Εἶναι εἰκόνες Του πού μιλοῦν, μιλοῦν σ’ ἐμᾶς ὅπως μιλᾶ ὁ Χριστός. Ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε τούς ἄλλους γιά νά μᾶς ἀπευθύνουν λόγο καί ἐμεῖς ὀφείλουμε νά ἀποκρινόμαστε. Εἴμαστε ὄντα πού πρέπει νά ἀποκριθοῦμε στόν Θεό διά τῶν ἀνθρώπων. Βρισκόμαστε σέ συνεχή διάλογο μέ τόν Θεό. Ὁ Θεός διαλέγεται μαζί μας, μέσω τῆς φύσεως, μέσω τῶν ἄλλων, μέσω τοῦ Ἰησοῦ, μέσω τοῦ ἰδίου τοῦ ἑαυτοῦ μας. Πρέπει νά ἀπαντήσουμε. Αὐτό μᾶς συνδέει: δέν μπορῶ νά ζήσω χωρίς νά ἀνταποκριθῶ σέ κάποιον, χωρίς νά ἀπευθυνθῶ σέ κάποιον καί ὁ ἄλλος δέν μπορεῖ νά ζήσει χωρίς νά μοῦ ἀπευθύνει λόγο, χωρίς νά μοῦ ἀποκριθεῖ. Μᾶς συνδέουν οἱ λέξεις. Ἡ λέξη δέν εἶναι ἁπλῶς μιά ἰδέα πού ξεκινάει ἀπό μένα καί φθάνει στόν ἄλλον. Ἀλλά μᾶς ἑνώνει ἡ ἀνάγκη νά συνομιλοῦμε. Κρύβεται ἐδῶ ἕνας μυστηριώδης καί βαθύς σύνδεσμος πού δημιουργεῖται ἀπό τόν λόγο.


Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνον ψυχή, οὔτε μόνο σῶμα. Δέν πρόκειται γιά δύο πράγματα πού μποροῦμε νά τά χωρίσουμε. Ἀποτελοῦν μία ἑνότητα ὅταν ὁ ἄνθρωπος συλλαμβάνεται μέσα στό σῶμα τῆς μητέρας του, ὁ «ἑαυτός» ἔχει ἤδη μέσα του τίς ρίζες τοῦ σώματος. Ἀναπτύσσει αὐτές τίς ρίζες ὀργανώνοντας τήν ὕλη αὐτοῦ τοῦ σώματος.

Ὅταν τό σῶμα διαλύεται, παραμένουν λανθάνουσες μέσα στήν ψυχή ὄχι μόνον οἱ ρίζες τοῦ σώματος, ἀλλά καί ὅλα ὅσα τό σῶμα ἔχει πραγματοποιήσει, αἰσθανθεῖ, ἐργαστεῖ. Αὐτό τό δυναμικό πού πραγματώνεται μέ τόν σχηματισμό τοῦ σώματος, παραμένει ἄθικτο μέσα στόν ἑαυτό καί μπορεῖ, κατά τήν κοινή ἀνάσταση, νά σχηματίσει ἐκ νέου ἕνα σῶμα πού εἶναι ἀκριβῶς καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ σώματος πού εἴχαμε, ἀλλά ἀπό μιά ἀνανεωμένη ὕλη.

Στό τέλος τοῦ κόσμου ἡ ὕλη θά εἶναι ἀνακαινισμένη. Πιστεύω λοιπόν ὅτι αὐτός ὁ ἑαυτός παραμένει ἐπειδή εἶναι πνευματικός. Δέν πεθαίνουμε ὁλοκληρωτικά. Διαλύεται μόνο τό σωματικό περίβλημα τοῦ ἀνθρώπου.

Οὔτε παραμένουμε μέ μιά ψυχή πού εἶναι μόνον ψυχή, ἐπειδή, στήν περίπτωση αὐτή, θά μπορούσαμε νά σκεφθοῦμε ὅτι ἡ ψυχή ὑπῆρχε καί πρίν ὑπάρξει ὁ ἄνθρωπος. Ὁ ἅγιος Μάξιμος καί οἱ ἄλλοι Πατέρες ἔχουν πολύ σαφῶς ἀναλύσει ὅτι οὔτε ἡ ψυχή ὑπῆρχε πρό τοῦ σώματος οὔτε τό σῶμα πρό τῆς ψυχῆς, ἀλλά ἀρχίζουν μαζί…

Σκέπτομαι ὅλες τίς ἁμαρτίες πού ἔχω διαπράξει, ὅλα ὅσα δέν ἦταν σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ὅλες τίς παραλείψεις. Δέν εἶναι μόνον ἡ ἁμαρτία, τό κακό πού ἔχω κάνει μέσα στήν οἰκογένειά μου, στίς σχέσεις μου μέ τά μέλη τῆς οἰκογενείας μου καί μέ τούς ἄλλους πού ἔχω συναντήσει, ἀλλά οἱ παραλείψεις.

Ἴσως νά μήν ἔκανα ὅλα ὅσα ὄφειλα, κυρίως ἐπειδή δέν μέ βόλευε. Ἴσως ἄν παρενέβαινα τήν κατάλληλη στιγμή, ἄν τούς στήριζα, ἄν τούς βοηθοῦσα νά τούς εἶχα δώσει τήν εὐκαιρία τῆς αὐτοπραγμάτωσης.

Νά τί μέ ἀνησυχεῖ πολύ: ποιά θά εἶναι ἡ θέση μου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐνώπιον τῆς κρίσεώς Του, ὅταν θά παρουσιαστῶ μπροστά Του, μέ ὅλα τά κακά πού ἔχω κάνει καί τά καλά πού δέν ἔχω κάνει γιά τούς ἄλλους; Ἐνώπιον τῆς συνειδήσεώς μου οἱ ἁμαρτίες μου πολλαπλασιάζονται. Μοῦ φαίνεται ὅτι δέν ἔχω κάνει σχεδόν τίποτε καλό. Ἡ ζωή μου ἦταν ζωή παραλείψεων καί ἁμαρτημάτων καί αὐτό μέ βασανίζει συχνά. Σκέπτομαι ὅμως καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἴσως ὁ Θεός μέ ἐλεήσει.

Ὁ Θεός εἶναι ἡ πηγή καί, ἀπό τή στιγμή πού θέλουμε νά κλειστοῦμε στόν ἑαυτό μας, μένουμε μόνοι. Αὐτό σημαίνει ὅτι μέ τόν Θεό δέν εἴμαστε μόνοι. Ὁ Θεός εἶναι ὑπερβατικός ἐντός μας εἶναι Ἄλλος ἀπό μᾶς, ἀλλά εἶναι ἐν ἡμῖν καί ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν μᾶς ἀγαπᾶ, προσφέρεται, ἐργάζεται ἐντός μας, ἄν θέλουμε. Ὁλόκληρη ἡ λατρεία μας εἶναι γεμάτη ἐπευλογήσεις, γεμάτη χάρη κάθε στιγμή οἱ πιστοί ἐπευλογοῦνται καί χαριτώνονται καί φέρουν αὐτές τίς δωρεές μαζί τους στή ζωή.

Αὐτές οἱ εὐλογίες τούς βοηθοῦν νά συμπεριφέρονται μέ τή συναίσθηση ὅτι ὁ Θεός εἶναι μαζί τους καί τούς βοηθᾶ στή ζωή τους. Κάνουν τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ κάθε στιγμή καί συνοδεύουν τή χειρονομία αὐτή μέ τήν ἐνσυνείδητη βεβαιότητα ὅτι ὁ Τριαδικός Θεός εἶναι μαζί τους, ὁ Θεός πού εἶναι ἀγάπη, ἡ Τριάδα πού ξεχειλίζει ἀπό ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο. Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐνδόμυχη παρουσία Του, αὐτό τό συνεχές ξεχείλισμα τοῦ Θεοῦ, ἡ δύναμή Του, ἡ ἀγάπη τῆς προσωπικῆς συνάντησης, αὐτά εἶναι τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.

Ὁ πυρήνας τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ὅτι ὁ Θεός ἦρθε νά ὑπηρετήσει τόν ἄνθρωπο καί δι’ αὐτοῦ ὁλόκληρο τό σύμπαν εἶναι ὁ Δημιουργός πού ὑπηρετεῖ τό δημιούργημά Του, ὥστε αὐτό νά μπορέσει νά κατακτήσει τήν ὑπεσχημένη τελειότητα, τή θέωσή του, δηλαδή τήν τελειοποίηση τῆς ἀνθρώπινης φύσης του.

Τό ζενίθ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς ἐκδηλώθηκε πάνω στόν Σταυρό τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ Του. Ὁ Σταυρός ἦταν τό μέσο διά τοῦ ὁποίου ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔφθασε σ’ αὐτό τό ἀποκορύφωμα τῆς οἰκειότητος μαζί μας. Ἐπειδή πάνω στόν Σταυρό φάνηκε ἡ ἀδελφική ἀγάπη τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καθώς καί ἡ πατρική ἀγάπη τοῦ Πατρός Του πρός ἐμᾶς: Διά τοῦ Σταυροῦ, Πατήρ καί Υἱός ἀποδέχθηκαν ἀκόμη καί τήν ὀδύνη καί τόν θάνατο γιά χάρη μας. Καί σ’ αὐτό συνίσταται τό θαῦμα καί ἡ δύναμη τοῦ Σταυροῦ πού νίκησε τίς δυνάμεις τοῦ κακοῦ: ἀνεβήκαμε στό πιό ψηλό ἐπίπεδο ἀξίας, στό ἐπίπεδο τῶν ἀδελφῶν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί τῶν υἱῶν τοῦ οὐρανίου Πατρός. Ἀπό ἐδῶ ἀπορρέει ἡ ἀνάγκη νά ἀποδίδουμε ἀμοιβαῖο σεβασμό καί τιμή ὁ ἕνας στό πρόσωπο τοῦ ἄλλου.

Ἀπό τόν Πατέρα ξεκινᾶ ἡ πρωτοβουλία νά στείλει τόν Υἱό Του, ὥστε νά ἐνανθρωπήσει, ὥστε νά γίνει ἀδελφός μας, γιά νά ἐκχύσει τήν πατρική Του στοργή σ’ ἐμᾶς. Ὁ Πατήρ μετέχει στό γεγονός τοῦ Σταυροῦ. Ρίχνει τό βλέμμα Του στόν Σταυρό. Πάσχει γιά τή θυσία τοῦ Υἱοῦ Του, μέ τρόπο πού ἐμεῖς ἀδυνατοῦμε νά κατανοήσουμε. Ἐπιθυμεῖ νά μᾶς συγκεντρώσει ὡς υἱούς ἐν Αὐτῷ. Ὑπάρχει ἕνας πολύ σημαντικός λόγος στόν ἀπόστολο Παῦλο: “εἶτα τό τέλος, ὅταν παραδῷ τήν βασιλείαν τῷ Θεῷ καί Πατρί… ὅταν δέ ὑποταγῇ αὐτῷ τά πάντα, τότε καί αὐτός ὁ Υἱός ὑποταγήσεται τῷ ὑποτάξαντι αὐτῷ τά πάντα, ἵνα ᾖ ὁ Θεός τά πάντα ἐν πᾶσιν” (Α΄ Κορ. 15,24,28). Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὁ Υἱός θά ἐξαφανιστεῖ: θά πάψει ὅμως ὁ ρόλος του ὡς μεσίτη πρός τόν Πατέρα. Θά εἴμαστε τόσο κοντά στόν Πατέρα ὅσο εἶναι καί ὁ Ἴδιος».

Τώρα ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τόν Υἱό. Τότε ὅμως θά μᾶς θέσει ἁπλά ἐνώπιον τοῦ Πατρός. Τότε θά εἴμαστε πρόσωπο πρός πρόσωπο μέ τόν Πατέρα ὅπως εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ Χριστός θά εἶναι μόνο ὁ πρῶτος ἀνάμεσά μας. Δέν θά εἶναι πιά ἀνάγκη νά μᾶς ὁδηγήσει στόν Πατέρα, διότι θά εἴμαστε ὅπως ὁ Ἴδιος, ἀκριβῶς ἐνώπιον τοῦ Πατρός.

Ὅσο ἁμαρτωλοί κι ἄν εἴμαστε, προσευχόμαστε στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό λέγοντάς Του: Ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν. Καί τό λέμε σ’ Αὐτόν πού εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶμαι ἀκόμη σέ κατάσταση νά σταθῶ ἀπευθείας ἐνώπιον τοῦ Πατρός. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ἀναπτύσσει αὐτή τήν ἔννοια ὅτι γινόμαστε δεκτοί ἀπό τόν Πατέρα σέ κατάσταση καθαρῆς θυσίας καί αὐτό δέν ἐπιτυγχάνεται παρά μόνο ἄν ὁ Χριστός μέ τή θυσία Του εἶναι μέσα μας κι ἄν ἐμεῖς εἴμαστε μέσα Του. Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τόν Χριστό.

Δι’ Αὐτοῦ καί διά τῆς θυσίας Του προσερχόμαστε στόν Πατέρα, γινόμενοι ὅλο καί περισσότερο Υἱοί, ὅπως Αὐτός. Εἴμαστε καθ’ ὁδόν πρός τόν Πατέρα ἀλλά ὅσο εἴμαστε ἀκόμη ἁμαρτωλοί, ἔχουμε ἀνάγκη νά μᾶς ὁδηγεῖ πρός τόν Πατέρα ὁ Χριστός.

Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ἅγιοι, πού εἶναι ἤδη ἐνώπιον τοῦ Πατρός. Ὁ Χριστός ὅμως λέει ὅτι θά διατηρήσει τόν ρόλο τοῦ μεσίτη μέχρι τή στιγμή πού θά ἔχουν ὅλοι ὁδηγηθεῖ πρός τόν Πατέρα καί τότε θά καταθέσει τόν ρόλο καί τή διακονία Του.

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος καί νά μήν εἶναι υἱός. Ἀπορρίπτει ταυτόχρονα καί τόν Υἱό καί τόν Πατέρα. Ἀποδιώχνει καί τόν Λόγο πού σαρκώθηκε καί Ἐκεῖνον πού Τόν ἀπέστειλε (Ἰω. 5,23). Ἐπάνω στόν Σταυρό ὁ Χριστός πάσχει κυρίως γι’ αὐτό: ἀπορρίπτοντάς Τον οἱ ἄνθρωποι, ἀπορρίπτουν τόν Πατέρα, ἀπορρίπτουν τήν πρόταση πού τούς κάνει νά εἶναι υἱοί ἑνός τέτοιου πατρός.

Ἐκείνη τή στιγμή ἀγαπῶ σημαίνει ὑποφέρω ἀπό τό κακό πού ὁ ἄλλος −μέσα στήν τρέλα του− κάνει στόν ἴδιο του τόν ἑαυτό. Ἡ ἀγάπη παρά ταῦτα προσφέρεται, παρ’ ὅλο πού ἐκείνη τή στιγμή εἶναι ἐντελῶς ἀδύναμη μπροστά στήν ἐλευθερία τῆς βούλησης τοῦ ἄλλου.

Μέσα στήν ἴδια τήν ἀπόρριψη τῆς θείας ἀγάπης, ἡ ἀφοσίωση τοῦ Θεανθρώπου πρός τό πλάσμα Του εἶναι πιό δυνατή καί γι’ αὐτό ἡ ἀγάπη γίνεται τότε ἀνέκφραστη χαρά, ἐπειδή Αὐτός πού ἀγαπᾶ μπορεῖ ἐπιτέλους νά δείξει πόσο ἀγαπᾶ.

Μέσα στήν προσευχή, ὁ ἄνθρωπος ἀνακαλύπτει τό αἴσθημα τῆς εὐθύνης πού ἔχει γιά τόν ἑαυτό του καί γιά ὅλα τά πλάσματα ἐνώπιον τοῦ Πατρός. Ἴσως στήν προσευχή μας νά μποροῦμε νά νιώσουμε τή χαρά τοῦ Πατρός, ὁ Ὁποῖος ἀγάλλεται γιά τήν υἱική μας ἀνταπόκριση.

Πρόκειται γιά τή θεία παράκληση πού κατεβαίνει στήν καρδιά ἐκείνου ἤ ἐκείνης πού γνώρισε τή συμπάθεια γιά ὅλα τά πλάσματα – τό Πνεῦμα τοῦ Πατρός πού κατεβαίνει γιά νά στέψει μέ χαρά τόν Υἱό Του πού σήκωσε τούς πόνους ὅλου τοῦ κόσμου...


Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἦρθε ἐν χρόνῳ ἀναλαμβάνοντας ἑκούσια καί φανερώνοντας τή δική μου ἀνάγκη. Θέλει νά Τόν ἀγαπῶ. Αὐτό πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, δέν θά ἦταν τέλειο, ἄν δέν ὑπῆρχε ἡ ἀγάπη Του, ἄν δέν εἶχε τή φιλανθρωπία νά χρειάζετ&